κανδηλάριος

κανδηλάριος
κανδηλάριος, ὁ (Μ)
κανδηλάπτηρ*, ο αρμόδιος για τις καντήλες τού ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. σπαθ-άριος, τιτουλ-άριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”